Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο
Τα σχολικά χρόνια των Βυζαντινών
Στο Βυζάντιο,
έδιναν μεγάλη σημασία στην μόρφωση. Την απαιδευσία την θεωρούσαν έγκλημα και
επίσης κορόιδευαν τους αμαθείς. Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για την
παιδεία, μας μιλούν μόνο για τις ανώτερες σπουδές στο Βυζάντιο, που είναι
συνδεδεμένες με τη ζωή και το έργο μεγάλων μορφών της εκκλησίας. Για την βασική
παιδεία οι γνώσεις μας είναι λίγες. Σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
λειτουργούσαν όχι μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και στις επαρχίες. Ο αριθμός των
σχολείων καθώς και το ποσοστό συμμετοχής των παιδιών στην βασική εκπαίδευση,
ποικίλλει κατά γεωγραφικές περιοχές και χρονικές περιόδους και βεβαίως έχει
μεγάλη σχέση με το μεγάλο ποσοστό αναλφάβητων στο βυζάντιο. Τα παιδιά,
ξεκινούσαν το σχολείο περίπου στην ηλικία των 6 ετών και διδάσκονταν γραμματική,
δηλαδή γραφή και ανάγνωση. Αργότερα σύνταξη και εισαγωγή στους κλασικούς
συγγραφείς. Στους χρόνους της εφηβείας τη ρητορική, δηλαδή προφορά, απαγγελία
και μελέτη των κλασικών και τέλος φιλοσοφία, επιστήμες και τις τέσσερις τέχνες:
αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία.
Η κοσμική και θρησκευτική εκπαίδευση
Στα Βυζαντινά χρόνια είχαν
δημιουργηθεί δύο ειδών τρόποι εκπαίδευσης: η κοσμική και η θρησκευτική παιδεία.
Η θρησκεία αποτελούσε την πηγή και είχε τον έλεγχο της ζωής στο Βυζάντιο, παρ’
όλ’ αυτά η κοσμική παιδεία μπόρεσε να επιζήσει, ακόμη και το 10ο
αιώνα, όταν ο μοναστικός βίος ήταν στη μεγαλύτερη ακμή του και ο μισός
πληθυσμός είχε απαρνηθεί την κοσμική ζωή. Η κοσμική παιδεία συνεχιζόταν,
μολονότι η εκκλησία την αποδοκίμαζε. Έτσι ο έλεγχος της εκκλησίας εμπόδισε την
ανάπτυξη των γραμμάτων και της μόρφωσης. Αν και προσπάθησε η εκκλησία στην αρχή
να κρατήσει εντελώς χωριστές τις δύο πνευματικές κατευθύνσεις, οι κοσμικές
σπουδές έριξαν βαθιές ρίζες μέσα στο χριστιανικό δόγμα. Ο Άγιος Βασίλειος
ευνοούσε την ιδέα να γίνονται δεκτά στα εκκλησιαστικά σχολεία όλα τα παιδιά,
άσχετα με το αν είχαν πρόθεση να ακολουθήσουν τη ζωή του κληρικού. Αυτό όμως,
στην σύνοδο του 451 απαγορεύτηκε, κάτι που φαίνεται να μην είχε τηρηθεί τόσο
αυστηρά. Σε όλα τα χρόνια του Βυζαντίου,
μοναχοί και ιερείς δίδασκαν τα παιδία, κυρίως, τα ιερά κείμενα. Είχαν επίσης
την ελευθερία να δέρνουν τους απρόθυμους και άτακτους μαθητές.
Αυτοκράτορες και τα έργα τους
Οι αυτοκράτορες ίδρυσαν ένα
σημαντικό αριθμό σχολείων για τα ορφανά. Ακολουθούσαν κι αυτά το ίδιο πρόγραμμα
μαθημάτων που ίσχυε για τα άλλα σχολεία πρωτοβάθμιας παιδείας στις επαρχίες,
αλλά τα παιδιά της μεσαίας και ανωτέρας κοινωνικής τάξεως μορφώνονται από
ιδιωτικούς παιδαγωγούς, που προτιμούσαν τις δοκιμασμένες ελληνορωμαϊκές
μεθόδους. Τον 6ο αιώνα η εκπαίδευση είχε διαδοθεί τόσο, ώστε να
προσελκύσει σεβαστό ποσοστό απ’ το
σύνολο των παιδιών των ελεύθερων πολιτών και το ποσοστό αυτό
εξακολούθησε να μεγαλώνει σταθερά στους μεταγενέστερους χρόνους, αν και ήταν
διαφορετικό από επαρχία σε επαρχία. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε μια σχολή στη Στοά,
στην οποία διδάσκουν πάρα πολλοί ειδωλολάτρες καθηγητές και ο Κωνστάντιος τη
μετέφερε στο Καπιτώλιο. Η αναβάθμιση της «ακαδημίας» σε πραγματικό
πανεπιστήμιο, με 31 έδρες γραμματικής, ρητορικής, φιλοσοφίας και νομικής, είναι
έργο του Θεοδοσίου Β΄. Επίσης ο Θεοδόσιος διόρισε στη δέκα Έλληνες και δέκα
Λατίνους δασκάλους. Άλλα πανεπιστήμια υπήρχαν στην Αντιόχεια της Αλεξάνδρειας,
όπου διδάσκεται η νομική και η ιατρική, στην Βηρυτό, διάσημη για τη νομική της
σχολή της οποίας οι καθηγητές είχαν τον τίτλο του «οικουμενικού διδασκάλου» και
στην Αθήνα, με τέσσερις έδρες φιλοσοφίας. Ο Ιουστινιανός, με διάταγμά του το
529 έκλεισε τη φιλοσοφική ειδωλολατρική σχολή στην Αθήνα, γιατί κατά τις
βλέψεις του έπρεπε στα πανεπιστήμια να διδάσκουν Χριστιανοί καθηγητές. Στα
χρόνια του Ιουστινιανού, η φοίτηση αυξάνεται στα 5 έτη και η σχολή αποκτά
τέτοιο κύρος, ώστε να συναγωνίζεται την περίφημη σχολή της Βηρυτού. Μετά
μάλιστα τον καταστροφικό σεισμό της Βηρυτού (551) και τη λεηλασία της Ρώμης
(546-554) η Κωνσταντινούπολη είναι το μοναδικό κέντρο επιστημών, το οποίο με
την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και σημαντικότερο. Ο Ηράκλειος ίδρυσε μια
σχολή στην εκκλησία Χαλκοπρατειών που την επόπτευε ο πατριάρχης και ονομάζεται
«Πανδιδακτόριον». Η περίοδος δε, της εικονομαχίας και συγκεκριμένα η βασιλεία
του Λέοντα του 3ου του Ισαύρου βαρύνεται από την θανάτωση των
καθηγητών κατά τον εμπρησμό του Πανεπιστήμιου και της βιβλιοθήκης, επειδή
εκείνοι δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του αυτοκράτορα.
Η Μαγναύρα και ο ρόλος των καθηγητών
Ο Καίσαρ Βάρδας, θείος του Μιχαήλ Γ΄, ίδρυσε ένα κρατικό Πανεπιστήμιο
στη Μαγναύρα (856) όπου εκεί διδάσκει ο Λέοντας ο Φιλόσοφος. Ο αυτοκράτωρ Λέων
ΣΤ΄ φροντίζει για την οργάνωση της νομικής. Κατά το 10ο και 11ο αιώνα η παιδεία
εξαπλώνεται και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ΄ η αυλή έμοιαζε με ακαδημία που
όλοι μελετούσαν ιστορία. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος και ο Ιωάννης
Τσιμισκής αναφέρονται ως προστάτες της δημόσιας εκπαίδευσης. Γι’ αυτή την
περίοδο ίσχυε η εξής ιεραρχική κατάταξη των διδασκόντων: οι «καθηγητές» που
κατείχαν τους «διδασκαλικούς θρόνους» και φορούσαν επίσημα ενδύματα, οι
επίκουροι καθηγητές και οι μετέχοντες-βοηθοί, δηλαδή «οι εν τη συνεδρία του
διδασκάλου» τίτλος που μπορούσε να αποδοθεί και σε έναν καλό σπουδαστή. Ο
πρύτανης του Πανεπιστημίου ήταν πάντα καθηγητής φιλοσοφίας. Ωστόσο το
πανεπιστήμιο έκλεισε, μάλλον με επιθυμία του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄. Στη
συνέχεια ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ δεν προσπάθησε να κάνει κάτι για την
εκπαίδευση. Τον 11ο αιώνα, επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), τα
σχολεία ήταν ανοιχτά και προσιτά για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από εθνικότητα
και κοινωνική τάξη των γονέων τους. Όλα τα παιδιά έπαιρναν τα πρώτα μαθήματα
στο σπίτι τους από την μάνα τους, ιδιαίτερα όταν αυτή είχε και κάποια μόρφωση.
Η εκπαίδευση για τις γυναίκες
Η μόρφωση στο Βυζάντιο ήταν που το
επιθυμούσαν όλοι. Όμως γενικός κανόνας ήταν ότι οι γυναίκες δεν είχαν την
εκπαίδευση που είχαν οι άντρες. Παρακολουθούσαν μαζί με τους αδελφούς τους,
μόνο όσα μαθήματα διδάσκονταν στο σπίτι τους. Οπωσδήποτε δεν μπορούσαν να πάνε
στο Πανεπιστήμιο, κι αν επιθυμούσαν ν’ αποκτήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση,
έπρεπε να προσλάβουν ιδιωτικό δάσκαλο. Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες, συναντούμε
αρκετές γυναίκες στη Βυζαντινή Ιστορία με πλατιά μόρφωση. Οι κόρες του
Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου ήταν φημισμένες για την μόρφωσή τους, όπως και η Ειρήνη, η κόρη του μεγάλου λογοθέτη Θεόδωρου Μετοχίτη και η πολύ προικισμένη
Άννα Κομνηνή. Η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου, εξορίσθηκε απ’ τον αδελφό της
σ’ ένα μοναστήρι. εκεί αφιέρωσε τον καιρό της για να γράψει την
ιστορία του πατέρα της. Το έργο της πραγματικά είναι μία απ’ τις μεγάλες
βιογραφίες του κόσμου. Πολλές επίσης είχαν σπουδάσει ιατρική και εργάστηκαν στα
γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων, όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες
συναδέλφους τους, ενώ έχουν σωθεί και επιστολές γυναικών που αλληλογραφούσαν με
μεγάλους επιστολογράφους.
Η γλώσσα των Βυζαντινών
Τα παιδιά διδάσκονταν τέλεια την
ελληνική γλώσσα. Διάβαζαν και εκτιμούσαν πολύ τους Έλληνες ποιητές, τους πεζογράφους,
τους συγγραφείς. Η μελέτη των Λατινικών άρχισε να σβήνει. Τον 8ο αιώνα
η γλώσσα των ρωμαίων ήταν τα Ελληνικά. Όπως και στην σημερινή Ελλάδα, έτσι και
στο Βυζάντιο χρησιμοποιούνταν τρείς γλωσσικές μορφές από τον 8ο
αιώνα περίπου:
- Λαϊκή γλώσσα, χρησιμοποιούσαν οι αγράμματοι
- Αττική διάλεκτο, χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι όταν έγραφαν
- Μια παραλλαγή της Αττικής διαλέκτου χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι όταν μιλούσαν.
Η τελευταία πλησίαζε πιο πολύ την
αρχαία γλώσσα, παρά την λαϊκή και την χρησιμοποιούσαν περισσότερο σε λόγους.
Έτσι το χάσμα ανάμεσα στην προφορική γλώσσα και στην γραπτή μεγάλωνε. Στην
Κωνσταντινούπολη, που και που βρίσκονταν κάποιος να μιλάει λατινικά. Αργότερα,
κατά τον 10ο αιώνα έχουμε μία αναγέννηση των λατινικών σπουδών, ενώ
τον 11ο δεν ήταν λίγοι αυτοί που γνώριζαν λατινικά στην Πόλη.
Υπήρχαν αρκετοί λόγιοι που ήξεραν εβραϊκά. Επίσης πολλοί μιλούσαν αραβικά καθώς
και Αρμένιοι που δεν ξέχασαν την γλώσσα τους.
Τα βιβλία
Τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν στο Βυζάντιο ήταν γραμμένα σε πάπυρο κι
είχαν κυλινδρική μορφή. Αυτή η μορφή διατηρήθηκε για επίσημα κείμενα κι
αυτοκρατορικά διπλώματα, ακόμη και ύστερα από την εποχή που οι Άραβες
κατέκτησαν την Αίγυπτο. Η συνήθεια γενικεύτηκε στη Μεσαιωνική Ευρώπη και επιζεί
ως τις μέρες μας για ορισμένα εθιμοτυπικά έγγραφα. Τα τεμάχια παπύρων που
χρησιμοποιούνταν για επίσημα έγγραφα, έφεραν πάντα την αυτοκρατορική σφραγίδα.
Από τον 4ο αιώνα, άρχισαν να προτιμούν την περγαμηνή αντί για τον
πάπυρο. Η αλλαγή στην προτίμηση του υλικού επιταχύνθηκε, όταν έγινε δύσκολη η
προμήθεια παπύρων ύστερα απ’ τη μουσουλμανική επέκταση στην Αίγυπτο. Ο
περίφημος Σιναϊτικός Κώδιξ, που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό μουσείο, είναι
ένα από τα πρώτα δήγματα βιβλίου γραμμένου σε περγαμηνή. Χαρτί από βαμβάκι ή
λυχνάρι έγινε γνωστό στο Βυζάντιο απ’ την Κίνα τον 11ο αιώνα, αλλά
ήταν σπάνιο είδος μέχρι τον 13ο αιώνα, οπότε οι Βυζαντινοί μπόρεσαν
να παράγουν οι ίδιοι όσο χρειάζονταν για λογαριασμό του, χωρίς πλέον να το
εισάγουν από την Κίνα. Τα πρώτα βιβλία, λέγονταν κώδικες κι αποτελούνταν από
μερικά διπλωμένα φύλλα. Όταν ο αριθμός των διπλωμένων φύλλων ήταν 3 ή 6, τότε
λέγονταν τετράδια. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συρράψουν περισσότερα από 45
τετράδια (τρίφυλλα ή εξάφυλλα), αλλά με τον καιρό τα βιβλία γίνονταν όλο και
μεγαλύτερα σε όγκο. Τα βιβλία που γίνονταν με τον τρόπο αυτό είχαν ποικίλες
διαστάσεις. Για τα πιο πολλά βιβλία χρησιμοποιούσαν σαν εξώφυλλο πλάκες ξύλινες,
συνήθως δρύινες.
Μυριόβιβλος και το τρίτο Πανεπιστήμιο της Πόλης
Ο Φώτιος επίσης ανέλαβε να συγγράψει το μεγάλο έργο που είναι γνωστό με
το όνομα Μυριόβιβλος. Αν και τα λήμματα δεν ήταν ταξινομημένα με αλφαβητική
σειρά, όπως σε μία σημερινή εγκυκλοπαίδεια, όμως περιείχε όλες τις βασικές
πληροφορίες, τις σχετικές με γραμματική, ιστορία και λογοτεχνία, που μπορούσαν
να βρεθούν σε όσα βιβλία είχαν γραφτεί απ’ τους αρχαίους χρόνους μέχρι την
εποχή του Φωτίου. Το 1045 ιδρύθηκε ένα τρίτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη
(1ο: Του Κωνσταντίνου και 2ο : Της Μαγναύρας) με
αποκλειστικό προορισμό να προετοιμάζει στελέχη ικανά για τις δημόσιες υπηρεσίες
και νομικούς. Λίγα χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος ο Θ΄ ο Μονομάχος πλούτισε το
πανεπιστημιακό πρόγραμμα ιδρύοντας και μία έδρα φιλοσοφίας. Η ίδρυση του
Πανεπιστημίου από τον Μονομάχο έχει στόχο στην αναδιοργάνωση της νομικής
επιστήμης. Το ονομαζόμενο «διδασκαλείον των νόμων» εγκαθίσταται στο μοναστήρι
του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Η φοίτηση είναι δωρεάν και αποσκοπεί στο να
ετοιμάζει ικανούς νομικούς, οι οποίοι σημειωτέον δεν μπορούν να ασκήσουν το
επάγγελμα του δικηγόρου εάν δεν έχουν τίτλο σπουδών. Λίγα χρόνια μετά ο
Κωνσταντίνος Θ΄ προσθέτει στο Πανεπιστήμιο μια ανάλογη σε σοβαρότητα και κύρος
σχολή Φιλοσοφίας. Στη σχολή που ο Ψελλός ονομάζει «το Γυμνάσιον» διδάσκονταν η
γραμματική, η ρητορική, η φιλοσοφία και διαλεκτική, αλλά και η αριθμητική, η
γεωμετρία και η μουσική.
Η λεηλασία του 1204
Το εκπαιδευτικό σύστημα
αναστατώνεται από τη λεηλασία του 1204, οι σχολές έκλεισαν και οι λόγιοι
σκορπίστηκαν. Εκείνη την εποχή μόνο στη Νίκαια, όπου έχει μεταφερθεί η
πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και μαζί και το Πανεπιστήμιο, η παιδεία έφτασε σ’
ένα υψηλό επίπεδο. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη προστάτεψε ιδιαίτερα "τα γράμματα".
Στις μέρες των Παλαιολόγων οι συγγραφείς, καθηγητές και μορφωμένοι γιατροί
έστρεφαν τα βλέμματά τους με μεγαλύτερο πάθος στις δόξες του παρελθόντος. Παρ’
όλ’ αυτά εξακολουθούσαν να έρχονται στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθούν
άνθρωποι από όλη την αυτοκρατορία και όχι μόνο. Πιθανόν όμως να σπούδαζαν σε
σχολές μεγάλων διδασκάλων. Ο ίδιος ο Ιωάννης Βατατζής ιδρύει σχολή φιλοσοφίας
στην οποία από το 1238 μέχρι το 1248 διδάσκει ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και
μαθητεύουν ξεχωριστές προσωπικότητες όπως ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο μελλοντικός
αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ ο Λάσκαρης και ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Οι αντίξοες
συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί το πανεπιστήμιο αντισταθμίζονται από
την προσωπικότητα του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Γι’ αυτό όταν ο τελευταίος
εγκαταλείπει την Νίκαια για να ιδρύσει ένα μοναστήρι στην Έφεσο, όπου και θα
διδάξει, το Πανεπιστήμιο συρρικνώνεται. Όταν ο πρώην μαθητής του ιδρύματος,
Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, γίνεται αυτοκράτορας, προσπαθεί να ενισχύσει την δημόσια
παιδεία, αλλά χωρίς την προσωπικότητα του δασκάλου οι προσπάθειες είναι
μάταιες.
Οι επιστήμες
Οι Βυζαντινοί ενδιαφέρονται για την
ιστορία, τους άρεσε να διαβάζουν για τις παλιές δόξες της αυτοκρατορίας, για
τον Τρωικό πόλεμο, για τους αυτοκράτορες και τους Αγίους του παλιού καιρού. Η
φιλοσοφία ήταν επίσης πολύ αγαπητή στους Βυζαντινούς διάβαζαν τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα. Γνωστός Βυζαντινός φιλόσοφος ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός. Η
θεολογία ήταν μία επιστήμη που την επόπτευε η εκκλησία. Μεγάλος θεολόγος ήταν ο
Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Φώτιος και ο Μάρκος της Εφέσου. Οι γνώσεις των Βυζαντινών
στα μαθηματικά δεν ξεπερνούσαν τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Ούτε και στην
αστρονομία κατάφεραν να φτάσουν τους αρχαίους Έλληνες. Οι γεωγραφικές γνώσεις
όμως ήταν σχετικά καλές. Στη χημεία η μεγάλη συμβολή των Βυζαντινών ήταν το
υγρό πυρ. Έδινε τη δυνατότητα να κερδίζουν στις μάχες οι Βυζαντινοί. Η ιατρική
ήταν μια επιστήμη που ενδιέφερε πολύ τους Βυζαντινούς. Η ιατρική εκπαίδευση δεν
περιοριζόταν στους μελλοντικούς γιατρούς με αποτέλεσμα ερασιτέχνες όπως ο
Ψελλός να είναι απολύτως βέβαιοι ότι γνωρίζουν πολλά για την ιατρική. Ότι
καλύτερο έχει να επιδείξει η βυζαντινή ιατρική είναι η οργάνωση των νοσοκομείων
με ιατρούς και βοηθούς ιατρών.
Η Πατριαρχική Σχολή
Σύμφωνα με τις αποφάσεις των
Συνόδων, κάθε Μητρόπολη θα έπρεπε να έχει και μία επισκοπική Σχολή για την
εκπαίδευση των κληρικών. Δημιουργήθηκε έτσι η σχολή της Κωνσταντινούπολης που
εξελίχθηκε στην γνωστή Πατριαρχική Σχολή, η οποία συναγωνιζόταν σε κύρος το
Πανεπιστήμιο. Εκτός όμως από το καθαρά θεολογικά μαθήματα, η εκπαίδευση στην
Πατριαρχική σχολή περιελάμβανε και όσα μαθήματα διδάσκονταν στο Πανεπιστήμιο.
Μερικοί μάλιστα από τους καθηγητές της Θεολογίας τον 12ο αιώνα ήταν
και ουμανιστές, όπως ο Μιχαήλ Ιταλικός. Κατά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
από τους Φράγκους, η Πατριαρχική Σχολή ακολούθησε την τύχη του Πανεπιστημίου,
αλλά μετά το 1266 ξαναλειτούργησε στην πρωτεύουσα. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε
λεπτομέρειες για τη φύση της διδασκαλίας τα χρόνια των Παλαιολόγων. Το
πιθανότερο όμως είναι ότι ακολούθησε το γενικό πνεύμα της αναγέννησης. Είναι
σημαντικό να μιλήσουμε για μια αρκετά περίεργη Σχολή για την εποχή, που
λειτούργησε στις αρχές του 13ου αιώνα στην εκκλησία των Αγίων
Αποστόλων. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν είχε ούτε καθηγητές ούτε
κανονικά μαθήματα. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Νικολάου Μεσαρίτη, στο χώρο
της εκκλησίας συγκεντρώνονταν νέοι και γέροι και συζητούσαν ανταλλάσοντας
απόψεις γύρω από τις επιστήμες.
Σχολεία μοναστηριών
Σε κάθε μοναστήρι λειτούργησε, έστω και υποτυπωδώς, ένα σχολείο για να
εκπαιδεύονται οι μελλοντικοί μοναχοί, τα παιδιά δηλαδή, που πολλές φορές από
πολύ μικρή ηλικία παραδίδονταν στα μοναστήρια από τους γονείς τους για να
γίνουν μοναχοί. Αυτά τα σχολεία μετά τη σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), δεν
δέχονταν λαϊκούς, παρόλο που αυτό είχε επιτραπεί στο παρελθόν από το Μ.
Βασίλειο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αναλφάβητοι μάθαιναν τους Ψαλμούς απ’
έξω. Τα μοναστικά σχολεία ως αρχική σύλληψη, ως πνεύμα αλλά και ως λειτουργική
δομή δεν έχουν καμία σχέση με το Πανεπιστήμιο αλλά και την ίδια την Πατριαρχική
Σχολή. Είναι αποτέλεσμα του πνεύματος του μοναχισμού στο Βυζάντιο και
δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν τις βασικές του ανάγκες. Μέσα από την πλήρη
περιφρόνηση για τα εγκόσμια, τις ανθρωπιστικές επιστήμες και την προσήλωση στον
μυστικισμό, η αποκλειστική μελέτη των ιερών κειμένων θεωρείται επαρκής. Στα
κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν μπορούσαν να δουν παρά τον
ειδωλολατρικό και μυθολογικό κόσμο και να αποδώσουν δαιμονικό χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
· Βιβλία:
- Talbot-Rice, Tamara, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1997
- Runciman, Steven, Βυζαντινός πολιτισμός, Μετάφραση Δετζώρτη , Δέσποινα, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1969
· Internet:
ΓΕΛ Αστακού
Τάξη: Β2
Μάθημα: Ιστορία
Σχ. Έτος: 2014-2015
Μαθητές: Χαντζής Γεράσιμος,
Μπενέκος Δημήτρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου