Σελίδες

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΟΠΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων.
Ο ατομικός οπλισμός των πολεμιστών ποίκιλε ανάλογα με την εποχή, το είδος και τη σημασία της στρατιωτικής τους μονάδας. Υπήρχαν μάλιστα ειδικά κρατικά εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων, τα αρμαμέντα, ενώ η οπλοφορία και το εμπόριο όπλων από ιδιώτες απαγορευόταν αυστηρά.
Τα βυζαντινά όπλα χωρίζονται σε αμυντικά και επιθετικά. Στον αμυντικό εξοπλισμό ανήκει η πανοπλία που περιλάμβανε το σιδερένιο κράνος, τον σιδερένιο, αλυσιδωτό ή φολιδωτό θώρακα που προφύλασσε τον κορμό, τα ειδικά προστατευτικά των χεριών και των ποδιών, και τις ασπίδες, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Επειδή μια τέτοια πανοπλία ήταν ακριβή, πολλοί στρατιώτες κατέφευγαν σε απλούστερες λύσεις, όπως υφασμάτινα κράνη και ενδύματα από δέρματα ή σκληρά υφάσματα.
Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα, για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση. Στα πρώτα ανήκει το ξίφος, το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο των Βυζαντινών, η λόγχη, από τα σημαντικότερα όπλα των μονάδων του πεζικού, το ρόπαλο, που το χρησιμοποιούσε το βαριά οπλισμένο ιππικό, και το τσεκούρι.
Το τόξο ήταν το σπουδαιότερο εκηβόλο όπλο. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των ναυμαχιών και των πολιορκιών δεν ήταν σπάνια η χρήση πυρφόρων βελών. Ένα τόξο μικρότερου μεγέθους ήταν το σωληνάριον, που εκτόξευε μικρά βέλη, τις μύιες, ενώ ένα ιδιαίτερα φονικό όπλο ήταν η τζάγγρα, ένα κοντό και πολύ ισχυρό τόξο, επειδή τα βέλη της διαπερνούσαν τη θωράκιση του αντιπάλου.
Μία άλλη σημαντική κατηγορία όπλων ήταν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων. Στις πολιορκητικές μηχανές των πολιορκητών, εκτός από τις σκάλες και τις ξύλινες γέφυρες, ανήκει ο κριός, με τον οποίο γκρέμιζαν ευπαθή τμήματα των τειχών, το πετροβόλον, που εκσφενδόνιζε μεγάλες πέτρες, οι ελεπόλεις, ξύλινοι τροχοφόροι πύργοι, και η χελώνη, με την οποία οι στρατιώτες πλησίαζαν τα τείχη, έπλητταν τη λιθοδομή τους ή έσκαβαν το έδαφος δημιουργώντας σήραγγες.
 Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Παράσταση πολιορκίας.
(©Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Όσον αφορά το ναυτικό, τα βυζαντινά πλοία ήταν εξοπλισμένα με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων, και με εκτοξευτικές μηχανές για τη ρίψη δοχείων με υγρό πυρ. Κατά τη ναυμαχία χρησιμοποιούσαν επίσης χειροσίφωνες, μικρά δηλαδή φορητά φλογοβόλα, και τοξοβαλλίστρες, που εκτόξευαν μικρά βέλη. Τέλος, στην περιφέρεια των πλοίων, ασπίδες και δέρματα εμποτισμένα με νερό προστάτευαν τους πολεμιστές και τα σκάφη από τις εχθρικές εμπρηστικές ύλες.
Υγρόν πυρ
Το βασικό όπλο, στο οποίο σύμφωνα με τις πηγές οφειλόταν η υπεροχή του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού, ήταν αναμφίβολα το υγρό πυρ, «πυρ θαλάσσιον», «Μηδικόν πυρ» ή «σκευαστόν πυρ», όπως αλλιώς ονομαζόταν, που αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Από την Αρχαιότητα ήδη είχαν χρησιμοποιηθεί υγρές εύφλεκτες ύλες που εκτοξεύονταν κατά του εχθρού με τη μορφή είτε φλεγόμενων βελών είτε εύφλεκτων υλών μέσα σε δοχεία. Το στοιχείο που έκανε το υγρό πυρ να ξεχωρίζει ήταν το γεγονός ότι δεν έσβηνε όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος εφηύρε το υγρό πυρ και εξόπλισε μ’ αυτό τα πλοία που υπερασπίστηκαν με επιτυχία την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Αράβων το 717-718. Ωστόσο, η συμβολή του Καλλίνικου θα ήταν ίσως η βελτιστοποίηση του τρόπου με τον οποίο το υγρό πυρ εκτοξευόταν. Η σύνθεση του υγρού πυρός συνιστά μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του ήταν κρατικό μυστικό. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος επέσειε αφορισμούς και απειλές εναντίον όσων θα πρόδιδαν τη μυστική φόρμουλα, την οποία θεωρητικά ο Θεός μέσω ενός αγγέλου είχε αποκαλύψει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Στην ιστορία αυτή, όμως, ενυπάρχει ιστορικός πυρήνας: τα συστατικά για την παρασκευή του υγρού πυρός ήταν ήδη γνωστά από την Αρχαιότητα. Το υγρό πυρ κατά πάσαν πιθανότητα ήταν ένα μείγμα από νάφθα, δηλαδή ένα εύφλεκτο ορυκτό έλαιο, όπως το αργό πετρέλαιο, και από θειάφι· ασβέστης, ρητίνη και άλλα καύσιμα υλικά ενίσχυαν τη δυνατότητα ανάφλεξης. Φυσικές πηγές νάφθας βρίσκονταν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, αλλά βεβαίως και στην Αραβία. Οι Άραβες, παράλληλα με τους Βυζαντινούς, είχαν επίσης ανακαλύψει και με επιτυχία χρησιμοποιήσει, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, εμπρηστικά μείγματα, των οποίων τα κυριότερα συστατικά ήταν η νάφθα και η υγρή πίσσα, που δεν έσβηναν με νερό, παρά μόνο με άμμο. Η συνεχής επαφή μεταξύ των δύο λαών ιδιαίτερα κατά την πρώτη χιλιετία, οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους και η κατασκοπεία, οι συνεχείς μάχες, ο μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων και η κατάσχεση πολεμικού υλικού καθιστούν ελάχιστα πιθανή την ύπαρξη «μυστικών» όπλων, όπως το υγρό πυρ. Πηγές, τόσο αραβικές όσο και βυζαντινές, αναφέρονται σε παρόμοιους τρόπους χρήσης του υγρού πυρός για πολεμικούς σκοπούς. Το υγρό πυρ φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν «σίφωνες». Τα σκεύη αυτά είτε τα περιέχυναν με το ίδιο το μίγμα, που πυροδοτούσαν αμέσως πριν από την ρίψη, ή τα τύλιγαν με υφάσματα ποτισμένα στο μίγμα, στα οποία επίσης έβαζαν φωτιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι «σίφωνες» διέθεταν δαδιά, που θα λειτουργούσαν όπως τα σημερινά φιτίλια. Η ρίψη των «σιφώνων» γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρίσκονταν στις πλώρες των πλοίων: οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου και έριχναν πέτρες ή βέλη. Οι βαλλίστρες μπορούσαν να είχαν διάφορα μεγέθη, ανάλογα με τον τύπο ή το μέγεθος του πλοίου που τις χρησιμοποιούσε, και, σε μια περίπτωση τουλάχιστον, έφεραν μεταλλικές επενδύσεις τέτοιες, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν κεφαλές αγρίων ζώων που έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και καπνό. Υπήρχαν, επίσης, και «χειροσίφωνες» οι οποίοι ενδεχομένως ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρό πυρ, που θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών όπως οι σημερινές χειροβομβίδες. Η κύρια επιτυχία του υγρού πυρός κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων. Το όπλο αυτό ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς κατά κύριο λόγο μέχρι το 13ο αιώνα. Τελευταίος μνημονεύει τη χρήση υγρού πυρός ο ιστορικός της Άλωσης Φραντζής: με υγρό πυρ απωθήθηκαν οι Οθωμανοί που άρχισαν να σκάβουν σήραγγες κάτω από τα τείχη της πόλης, ενώ υγρό πυρ χρησιμοποίησε ο Φραγκίσκος Φλαντανέλα, κυβερνήτης πλοίου ναυλωμένου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, εναντίον μοίρας του Οθωμανικού στόλου στις 20 Απριλίου 1453, που χάθηκε στον Βόσπορο. 



 Μικρογραφία σε χειρόγραφο.  Υγρό πυρ.
(©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
 

Βυζαντινοί πεζοί    -   Βυζαντινοί ιππείς

Πεζικό



Η στρατιωτική παράδοση του Βυζαντίου προέρχονταν από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο και ο στρατός του πάντα περιελάμβανε επαγγελματίες πεζικάριους. Αν και η σημασία τους για τη βυζαντινή τακτική ποικίλε κατά περιόδους, συχνά έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στις βυζαντινές νίκες. Συνήθως έφεραν αλυσιδωτό θώρακα, μεγάλες ασπίδες και κρατούσαν κοντάρια και ξίφη. Υπό ικανή ηγεσία, συνιστούσαν ένα από τα καλύτερα σώματα πεζικού στον κόσμο.

Αξιωματικός πεζικού της εποχής του Ιουστινιανού (6ος αιώνας μ.Χ.)

Σκουτάτος (ασπιδοφόρος πεζός) των πρώτων γραμμών κρούσης (950-100 μ.Χ.)
Σκουτάτος βαριά θωρακισμένος (10ος-11ος αι.)
Θωρακοφόρος λεγεωνάριος της πρώτης γραμμής κρούσης (4ος-5ος αι. μ.Χ.)


Βαθμοφόρος της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής των Εξκουβιτόρων (870 μ.Χ.)

Πεζός πολεμιστής του βυζαντινού στρατού (μέσα 10ου αιώνα μ.Χ.)

Βυζαντινός ταξίαρχος ή "Δρουγγάριος" (1453)
Βυζαντινός σιφωνάτωρ (με χειροσίφωνα - φορητό εκτοξευτή υγρού πυρός) (1453)
Βυζαντινός πεζός των εναπομεινάντων τακτικών μονάδων (1453)

Τοξότες

Ιππικό
Οι κατάφρακτοι ήταν μονάδα βαρέως ιππικού του βυζαντινού στρατού. Οι κατάφρακτοι ιππείς εμφανίζονται ως στρατιωτική μονάδα και ως όρος στην ιστορία, στο βασίλειο των Πάρθων, τον 3ο αι. π.Χ.. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται τόσο από το βασίλειο των Σελευκιδών, όσο και από τους Σασσανίδες της Περσίας, αλλά και από τους Ρωμαίους. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζαντινή), παρότι δεν έπαψε ποτέ η χρήση διαφόρων μορφών βαρέως ιππικού, επανεμφανίζονται τον 10ο αιώνα.
Το όνομα αυτό διατηρήθηκε από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα.
Αρχικά ο όρος περιέγραφε ένα είδος θωράκισης που προστάτευε ολόκληρο το σώμα του ιππέα και του ίππου του. Αργότερα χαρακτήριζε τον ίδιο τον ιππέα.
Οι κατάφρακτοι ήταν τρομεροί αλλά και πειθαρχημένοι πολεμιστές. Άνθρωπος και άλογο ήταν βαριά θωρακισμένοι, και οι ιππείς έφεραν λόγχες, τόξα και δευτερεύοντα όπλα. Ήταν λιγότερο ευέλικτοι από άλλους ιππείς αλλά η αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο της μάχης ήταν καταστροφική.
Οι βαρύτερα οπλισμένοι κατάφρακτοι λέγονταν Κλιβανοφόροι ή Κλιβανάριοι. Με τον καιρό το όνομα των Καταφράκτων επικράτησε να περιγράφει και τις δύο κατηγορίες ιππέων.


Κλιβανοφόρος ή Κατάφρακτος
Λογχοφόρος ιππέας (970-1071 μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί Κλιβανάριοι αποτελούσαν αναβίωση των Ρωμαίων ομολόγων τους που είχαν εκλείψει μετά τον 6ο αι. Έφεραν "κλιβάνιον" από μεταλλικές πλάκες ποθ κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, αρθρωτές θωρακίσεις στους βραχίονες και στις κνήμες και αλυσιδωτό θώρακα. Ένα εφαπλωματοποιημένο "επιλωρίκιο" φερόταν πάνω από το κλιβάνιο με απώτερο σκοπό να απομακρύνει το ενδεχόμενο υπερθέρμανσης των μεταλλικών πλακών από την ηλιακή ακτινοβολία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο συγκεκριμένος τύπος πανοπλίας ονομαζόταν «κλιβάνιον», λέξη που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο «κλίβανος» (δηλαδή φούρνος). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της στολής των ιππέων της μέσης περιόδου είναι και τα «τουφία» (επιχρωματισμένοι θύσανοι από αλογότριχες) που κρέμονται από τους ώμους και περιγράφονται για πρώτη φορά στα «Τακτικά» του Λέοντος του ΣΤ΄.
Βανδοφόρος (Σημαιοφόρος) Κλιβανάριος ιππέας της εποχής του Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.)
Ο ιππέας που απεικονίζεται αντιπροσωπεύει μια από τις επίλεκτες μονάδες του πρώιμου βυζαντινού στρατού. Φέρει σύνθετη αμυντική θωράκιση από μεταλλικά ελάσματα που προστατεύουν τα άκρα, φολιδωτό λωρίκιο και αλυσιδωτό θώρακα. Φέρει κράνος τύπου spagenhelm με αλυσιδωτή κουκούλα και χρησιμοποιεί μικρή στρογγυλή ασπίδα επιζωγραφισμένη με θρησκευτικές παραστάσεις. Οι επίλεκτοι ιππείς της περιόδου ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμούν με όλους τους τύπους αγχέμαχων και εκηβόλων όπλων όπως και οι Πέρσες ομόλογοί τους.




 
Κατάφρακτος Ιππέας των αυτοκρατορικών "ταγμάτων", 9ος αιώνας


Κατάφρακτος στη μάχη στο Δυρράχιο (1081 μ.Χ.)
Ιππέας θωρακοφόρος (1204-1230)
Ιππέας θωρακοφόρος (1204-1250 μ.Χ.)
Ιππέας της δυναστείας των Παλαιολόγων (1350-1400 μ.Χ.)

Επίθεση κατάφρακτων
Οι βυζαντινοί βουκελάριοι αποτελούσαν ένα μεικτό τύπο ιππικού, ιδανικό για ανεξάρτητες κεραυνοβόλες επιχειρήσεις. Ο οπλισμός τους επέτρεπε να πολεμούν και ως ιππικό κρούσης και ως ταχυκίνητο ελαφρύ ιππικό, ανάλογα με την περίσταση.
Ήταν επίλεκτοι ιππείς που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή στρατηγών. Ο Βελισάριος πρώτος συγκρότησε τμήμα βουκελάριων από γηγενείς υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Το τμήμα αυτό με επικεφαλής το Βελισάριο, αρχικής δύναμης 200 ανδρών, πολέμησε κατά των βαρβάρων που παραβίαζαν το σύνορο του Δούναβη και τους συνέτριψε. Αργότερα σχηματίσθηκαν 5 βάνδα (τάγματα), συνολικής δύναμης 1.500 ανδρών, τα οποία πολέμησαν κατά των Περσών και των Βανδάλων και διακρίθηκαν ιδιαίτερα.
Το μυστικό της επιτυχίας τους ήταν πάνω από όλα το ισχυρό πνεύμα μονάδας που είχαν αναπτύξει και η σκληρή τους εκπαίδευση. Ήταν ικανοί να πλήξουν με τρία τουλάχιστον βέλη, σε μία διέλευση, κινούμενο στόχο, καλπάζοντας με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα και κατόπιν να τον λογχίσουν.


Κατάφρακτος Ευγενής Κλιβανάριος Ιππέας (Κατάφρακτος) της εποχής των Παλαιολόγων
συνοδεία Σκουτάτου Αξιωματικού

Βυζαντινός αλυσιδωτός θώρακας
Πανοπλία κατάφρακτου



ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ Β΄ ΤΑΞΗΣ ΤΣΑΚΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ










Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Γλωσσάρι Βυζαντίου

Υγρό πυρ
Το υγρό πυρ λεγόμενο και πολεμικό πυρ και στους Δυτικούς γνωστό ως ελληνικό πυρ, ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον 7ο αιώνα  μ.Χ. . Το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης.

πάροικος
 Στη βυζαντινή κοινωνία ο όρος πάροικος εμφανίστηκε τον 4ο αι και δήλωνε την εξαρτημένη εργατική δύναμη. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο ο όρος πάροικος χαρακτήριζε όλους τους κατοίκους των χωριών και των εκτάσεων που ήταν κάτω από τηνε ξουσία ενός δυνατού προσώπου με τη μορφή πρόνοιας και ήταν εξαρτημένοι από αυτόν σε ό,τι αφορά τους φόρους, τα νομικά ζητήματα και την προστασία τους.

Καπηλειό
Καπηλειό χαρακτηρζόταν ο χώρος που συγκεντρώνονταν άνδρες και έπιναν οινοπνευματώδη ποτά τα οποία τους τα σέρβιραν γυναίκες, ήταν κάτι σαν ταβέρνα.

Συντεχνίες
 Με τον όρο συντεχνίες εννοούμε τους συνεργατικούς και συνεταιρικούς θεσμούς μεταξύ τεχνιτών. Τα μέλη συνήθως ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με σταθερούς δεσμούς καθώς και με ισχυρές δεσμεύσεις.

Δυνατοί
Στα χρόνια του Βυζαντίου δυνατοί ήταν οι ευγενείς. χωρίζονταν σε δύπ κατηγορίες, τους αριστοκράτες της γης και τους αριστοκράτες των αξιωμάτων.Δημιουργήθηκαν κατά τον 8ο αιώνα και σταδιακά εξαπλώθηκαν μέχρι τον 11ο αιώνα.

Νεαρά
Με τον όρο νεαρά εννοούμε το τέταρτο και τελευταίο τμή του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, το οποίο προανήγγειλε ο αυτοκράτορας στην εισαγωγική διάταξή του.Σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται  για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και εξής αντικαταστάθηκαν από άλλους ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

Κώδικας
Ως κώδικας ορίζονται όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και ήταν ακόμη σε ισχύ.

Νοτάριος
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας ο νοτάριος ήταν ο συμβολαιογράφος. Στο Βυζάντιο ήταν αξιωματούχος του οποίου τα καθήκοντα περιελάμβαναν την καταγραφή των συναλλαγών και την πιστοποίηση των εγγράφων. 

Χρυσόβουλλο
Το χρυσόβουλλο ήταν επίσημο  δημόσιο έγγραφο- αυτοκρατορικό διάταγμα που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος. Τα χρυσόβουλλα γράφονταν σε περγαμηνή και αφορούσαν κυρίως δωρεές σε μοναστήρια.

Πορφυρογέννητος
Πορφυρορογέννητος ονομαζόταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ζ΄ ο οποίος γεννήθηκε στην Πορφύρα, την πορφυρά αίθουσα τουανακτόρου, προοριζόταν για την γέννηση των νόμιμων τέκνων των αυτοκρατόρων. Ο ίδιος όμως ήταν νόθο τέκνο, το οποίο νομιμοποιήθηκε με το γάμο των γονέων του λίγο μετά τη γέννησή του.

Κινστέρνα
Η βασιλική Κινστέρνα, γνωστή πλέον ως υπόγειο παλάτι, είναι η μεγαλύτερη υπόγεια δεξαμενή νερού που κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της κάτω από τη Βασιλική Στοά που βρισκόταν δυτικά του Αυγουσταίου. Η Στοά χτίστηκε πιθανώς από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και καταστράφηκε το 475. Η κινστέρνα διαμορφώθηκε ως έχει σήμερα, όταν ξαναχτίστηκε γύρω στο 542 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄.

Αργυροπράται ή χρυσοχόοι
 Οι αργυροπράται ή χρυσοχόοι επεξεργάζονταν το χρυσάφι, το ασήμι, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους, κατασκεύαζαν και πωλούσαν, αλλά και αγόραζαν αντικείμενα από ιδιώτε.

Καταλλάκται
Οι τραπεζίται ή καταλλάκται ήταν πολύ εύπορα άτομα που κατείχαν πολύτιμα μέταλλα και χρήματα σε μεγάλες ποσότητες, τα οποία πολλαπλασίαζαν με δανεισμό ή άλλους τρόπους.

Μυρεψοί
Οι μυρεψοί εμπορεύονταν μυρεψικά (καρυκεύματα, αρώματα, βαφικά). Ο προσδιορισμός της ταυτότητας αυτών των ειδών δεν είναι πάντα αυτονόητος.

Βεστιοπράται και πρανδιοπράται
 Οι βεστιοπράται και οι πρανδιοπράται ήταν ειδικευμένοι στην πώληση υφασμάτων και ενδυμάτων. Οι βεστιοπράται προμηθεύονταν εμπόρευμα από τους σηρικαρίους και λιγότερο από τους άρχοντες. Οι πρανδιοπράται αγόραζαν και διέθεταν στην αγορά έτοιμα προϊόντα, τα οποία εισάγονταν από Σύρους εμπόρους.

Μεταξοπράται
Οι μεταξοπράται αγόραζαν ακατέργαστο μετάξι από ξένους και δη Σύρους Άραβες, ή επαρχιώτες, πιθανόν από τη νότια Ιταλία και την Πελοπόννησο, δηλαδή εμπόρους που διέμεναν στα εμπορικά καταλύματα (μιτάτα) της βασιλεύουσας, χωρίς να καταβάλλουν εμπορικά τέλη (πρατίκια), για να το πωλήσουν στους καταρταρίους και τους σηρικαρίους.

Σηρικάριοι
Οι σηρικάριοι στα εργαστήρια και τους αργαλειούς τους  ύφαιναν, έβαφαν, έκοβαν και τύλιγαν σε κυλίνδρους το κατεργασμένο από καταρταρίους ή το ακατέργαστο μετάξι των μεταξοπρατών.

Καταρτάριοι
Οι καταρτάριοι προετοίμαζαν το μετάξι για την τελική επεξεργασία του.

Κηρουλάριοι
Οι κηρουλάριοι προμηθεύονταν κερί από ξένους, κυρίως Βουλγάρους (αλλά και Ρώσους), και την Εκκλησία.

Σαπωνοπράται
Οι σαπωνοπράται κατασκεύαζαν με στάχτη, λάδι και άλλα υλικά και πωλούσαν το κοινό και το πολυτελές σαπούνι από τη Γαλλία, επιτρεπόταν όμως να εισαγάγουν σαπούνι από το εξωτερικό.

Σαλδαμάριοι
Οι σαλδαμάριοι (παντοπώλες) διέθεταν στην αγορά τρόφιμα: νεύρο (θαλασσινά), τυρί, βούτυρο, λάδι, όσπρια, ταριχευμένα ψάρια· σκεύη:βουτία (ξύλινα δοχεία), σκαφίδια (μικρές σκάφες) και υλικά κατασκευών: πίσσα, κεδρέλαιο, καρφία, καννάβι, λινάρι, γύψο.

Ιχθυοπράται
Οι ιχθυοπράται αγόραζαν ψάρια στο γιαλό από καταπλέοντα πλοία και δεν πάστωναν ούτε πωλούσαν νωπά ψάρια στους εξωτικούς (τους ξένους).

Αρτοποιοί
Οι αρτοποιοί και τα ζώα τους ασχολούνταν αποκλειστικά με την παραγωγή του ψωμιού και δεν δεσμεύονταν από το δημόσιο για άλλες λειτουργίες.

Κάπηλοι
Τα καπηλεία, τα οποία διέθεταν οίνο στους πολίτες, έκλειναν τις νύχτες και δε λειτουργούσαν τις Κυριακές και τις γιορτές. Οι κάπηλοι όφειλαν να προσαρμόζουν τα αγγεία και σταθμά τους στις διακυμάνσεις της τιμής του οίνου.

Τεχνίτες

Η ένατη ομάδα επαγγελματιών περιλάμβανε οικοδόμους, επιπλοποιούς (λεπτουργοί), λιθοξόους (μαρμαράριοι), γυψοπλάστες, θυροποιούς (ασκοθυράριοι), βαφείς (ζωγράφοι) . Οι συμφωνηθείσες εργασίες έπρεπε να εκτελούνται εμπρόθεσμα και με ασφαλή τρόπο . Αν ο εργοδότης δε διέθετε υλικά, οι εργολάβοι ζητούσαν από τον έπαρχο να απαλλαγούν από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Ο εργοδότης όφειλε να καταβάλλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή ή να την αυξάνει, αν ο έπαρχος έκρινε ότι ήταν χαμηλή. Προβλεπόταν ότι οι πέτρινες κατασκευές θα είχαν δεκαετή και οι χωμάτινες εξαετή ελάχιστη διάρκεια ζωής, αν και εφόσον δε μεσολαβούσαν φυσικές καταστροφές. Εάν τα κτίσματα κατέρρεαν νωρίτερα, ο εργολάβος έπρεπε να αποκαταστήσει τη ζημιά.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ:
Τριάντη Γεωργίου και Μπαρμπαρούση Βασίλειου